Το Ιερό του Απόλλωνα - Η ανασκαφική έρευνα: Κτίριο Γ
Γενική άποψη του κτηρίου Γ (ναού) από ανατολικά. Πρώιμη ελληνιστική εποχή |
Το κτίριο Γ, ναός των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, στους πρόποδες ακριβώς της Θόλου. Σώζεται ολόκληρο σχεδόν το τρίβαθμο κρηπίδωμα του στενόμακρου ναού, δηλαδή η βάση του κτιρίου με τρία σκαλοπάτια, καθώς και εν μέρει μία σειρά από μεγάλες πλάκες (ορθοστάτες) αμυγδαλόπετρας (τραβερτίνη λίθου) που αποτελούσαν το κατώτερο τμήμα των τοίχων του. Ολόκληρος ο ναός που έχει διαστάσεις 16, 49 Χ 9, 30 και προσανατολισμό από ανατολικά προς τα δυτικά, όπως όλοι οι αρχαίοι ναοί, ήταν κτισμένος από την ίδια αυτή πέτρα που εξορυσσόταν στην περιοχή της Αντιμάχειας. Για τους δύο κίονές της όμως που βρίσκονταν στην ανατολική πλευρα, την πλευρά της εισόδου, καθώς και για το τεράστιο κατώφλι του, είχε χρησιμοποιηθεί γκρίζο κωακό μάρμαρο. Μάρμαρο επίσης, αλλά λευκό, πρέπει να είχε χρησιμοποιηθεί και για το δάπεδο του ναού, ενώ για το υπόστρωμα του δαπέδου ερυθρωπός πωρόλιθος που εξορυσσόταν σε ένα παραθαλάσσιο λατομείο κοντά στην Κέφαλο και μεταφερόταν προφανώς δια θαλάσσης.
Αναπαράσταση ανατολικής πλευράς (εισόδου) κτηρίου Γ (ναού). Σχέδιο Γ. Αντωνίου |
Το κτίριο Γ ήταν ένας ναός δίστυλος εν παραστάσι, δηλαδή με δύο κίονες δωρικού ρυθμού ανάμεσα στους τοίχους της εισόδου, τμήματα των οποίων βρίσκονται πεσμένα κατά χώραν, και με τρίγλυφα και μετόπες. Οι τοίχοι του ήταν κτισμένοι από σειρές κανονικά λαξευμένων λιθοπλίνθων, εναλλάξ μεγαλύτερου και μικρότερου ύψους. Τον αποτελούσαν δύο χώροι: ένας στενότερος, ο πρόναος, που ήταν ανοικτός και όπου βρίσκονταν οι δύο δωρικοί κίονες για τους οποίους έγινες λόγος, και ο κυρίως ναός ή σηκός, που βρισκόταν λόγω φυδικής διαμόρφωσης του εδάφους ψηλότερα από τον πρόναο και στον οποίο εσέρχονταν οι ιερείς από είσοδο με μεγάλο μαρμάρινο μονολιθικό κατώφλι που σώζεται περίπου στη θέση του αλλά σπασμένο στα δύο.
Έχει βρεθεί επίσης μία μεγάλη λιθόπλινθος από την αριστερή παραστάδα (αριστερό πλαϊνό τοίχο) του προνάου που διακοσμείται με τέσσερα ανάγλυφα στεφάνια, στο εσωτερικό καθενός των οποίων υπάρχει χαραγμένο το όνομα ενός προσώπου. Τα τέσσερα αυτά πρόσωπα, τρεις άνδρες και μία γυναίκα, ήταν πιθανότατα μέλη μίας οικογένειας - πατέρας, μητέρα και δύο γιοί -, που τιμώνται ως γερηφόροι, είχαν δηλαδή το δικαίωμα να παίρνουν συγκεκριμένα τμήματα από τα θυσιαζόμενα στους θεούς ζώα σε ένδειξη τιμής. Όπως δείχνουν οι χαρακτήρες των γραμμάτων οι επιγραφές αυτές πρέπει να χρονολογηθούν στον 3ο αι. μ.Χ., οπότε προφανώς λειτουργούσε ακόμη ο ναός, ίσως επισκευασμένος με τη συνδρομή της τιμώμενης οικογένειας μετά από κάποια καταστροφή.
Επιγραφή με τις κυριότερες λατρείες της αρχαίας Αλάσαρνας. 3ος αι. π.Χ. |
Δε γνωρίζουμε σε ποιον θεό ήταν αφιερωμένος ο ναός που περιγράψαμε, διότι στο ιερό του Απόλλωνα πιθανόν υπήρχαν και άλλοι ναοί, αφού οι επιγραφές μαρτυρούν πολλές λατρείες: της Αρτέμιδος, της Λητούς, της Αφροδίτης, της Εστίας, της Εκάτης, του Διός και της Αθηνάς, των Διοσκούρων, του Ηρακλή. Πάντως η εποχή ανέγερσης του κτιρίου Γ, πιθανότατα το α' μισό του 3ου αι. π.Χ., ταιριάζει καλά με την εποχή οικοδόμησης του ναού του Πυθαίου/Πυθαέως Απόλλωνα, την οποία γνωρίζουμε από επιγραφές.
Μπροστά στην ανατολική είσοδο του κτιρίου Γ οι ανασκαφές αποκάλυψαν έναν καλολαξευμένο μαρμάρινο θρανίο που ανήκε αρχικά - στους ελληνιστικούς χρόνους -, σε εξέδρα και αργότερα μεταφέρθηκε στη θέση, όπου βρίσκεται σήμερα. Ακόμη πιο ανατολικά από το θρανίο ήρθε στο φως ένα είδος πανάρχαιου βωμού, ένας κτιστός βόθρος, που πρέπει να χρονολογηθεί σε ύστερους χρόνους, στην εποχή της όψιμης αρχαιότητας – 4ο με 5ο αι. μ.Χ. - καθώς περιείχε μεταξύ άλλων όστρακα των χρόνων αυτών μαζί με πολλά οστά αιγοπροβάτων και χοίρων, καμένα και μη, σε μερικά από τα οποία μάλιστα διακρίνονται ίχνη μαχαιριού. Ο βόθρος αυτός πλαισιωμένος από το μαρμάρινο θρανίο στα δυτικά και από τη μαρμάρινη βάση κάποιου αναθήματος δεξιά, φαίνεται ότι αποτελούσε το κεντρικό τμήμα μίας πρόχειρης λατρευτικής εγκατάστασης που πιθανότατα ιδρύθηκε μετά από την καταστροφή και εγκατάλειψη του ναού (κτιρίου Γ). Η πρόχειρη αυτή κατασκευή θα χρονολογείται μετά τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. και θα λειτούργησε έως τις αρχές του 5ου αι. μ.Χ., όταν πάνω στα ερείπια του ιερού κτίσθηκαν οι οικίες του παλαιοχριστιανικού οικισμού και οι αρχαίες λατρείες εκτοπίσθηκαν από τη Χριστιανική.
Ανατολική πλευρά κτηρίου Γ με θρανίο, βόθρο και βάση |